συνεσταλμένως

συνεσταλμένως
συνεσταλμένως
contractedly
indeclform (adverb)
συστέλλω
draw together
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεσταλμένως — ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.) μσν. αρχ. με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. γραμμ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”